- ρεζιλίκι
- το, Ντο ρεζίλεμα, η γελοιοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil-lik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
διάλαλο — το κακή φήμη, ρεζίλεμα, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek
μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek
μασκαραλίκι — το 1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά 2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. λίκι*] … Dictionary of Greek
μασκαραλίκι — μασκαραλίκι, το και μασκαριλίκι, το (λ. τουρκ.), ρεζιλίκι, γελοιοποίηση, εξευτελισμός: Ρεζίλεψε τους γονείς του με τα μασκαραλίκια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεζίλι — ρεζίλι, το και ρεζιλίκι, το ιού(λ. αραβ.), γελοιοποίηση: Την έκανε ρεζίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)